- παράδοξος
- -η, -ο / παράδοξος, -ον, ΝΑαυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.)νεοελλ.1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα άλλα σημεία τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. παράδοξος σφυγμός (βραδυσφυγμία επί υψηλού πυρετού)2. το ουδ. ως ουσ. το παράδοξοαυτό που προκαλεί έκπληξη, θαύμα, μυστήριο3. φυσ. κάθε φυσικό φαινόμενο το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες τής κοινής λογικής, επειδή δίνει την εντύπωση ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα»α) φρ. «παράδοξος ύπνος» ιατρ.η περίοδος τού ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα τών νευρώνων τού φλοιού τού εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και μεγάλη ατονία τών σκελετικών μυών τού κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνουβ) «τα παράδοξα τού Ζήνωνος» — σοφίσματα τού Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει κίνηση, ότι η κίνηση είναι απόρροια απάτης τών αισθήσεωναρχ.1. αξιοθαύματος, εξαίσιος, υπέροχος («ἐπιφανεῑς καὶ παράδοξοι πράξεις», Πολ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά παράδοξα(ενν. αναγνώσματα) είδος συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. παραδόξως ΝΜΑαπροσδόκητα, παράξενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -δοξος (< δόξα «γνώμη»)].
Dictionary of Greek. 2013.